ΑΥΤΟΒΕΛΤΙΩΣΗ
Οδυσσέας Ελύτης: Ο ποιητής της δικής μας μοίρας
Στις 18.10.1979 η Σουηδική Ακαδημία βραβεύει με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Έλληνα ποιητή που έζησε και δημιούργησε με τη δύναμη του φωτός και την ανοιχτοσύνη της θάλασσας.
Τα πάντα είναι σώμα, τα πάντα είναι φως. Η ιδανική ίσως απάντηση του Οδυσσέα Ελύτη στον ζοφερό 20ό αιώνα, τον οποίο έζησε σχεδόν σε όλη τη διάρκειά του, από τις 2 Νοεμβρίου του 1911 μέχρι τις 18 Μαρτίου του 1996, επιβεβαιώνοντας περίτρανα με τη ζωή και το έργο του πως είναι ο ποιητής της δικής μας μοίρας. Όχι αυτής που ευαγγελίζεται αφελώς την αισιοδοξία αλλά αυτής που είναι ορισμένη να βλέπει ψηλά όταν όλα σημαίνουν το αντίθετο.
Όπως και τώρα, που η δύσκολη στιγμή της Ιστορίας μάς καλεί και πάλι να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, γνωρίζοντας πως είμαστε καταδικασμένοι να ανιχνεύουμε μόνοι μας το σθένος της κατάφασης και να βρίσκουμε εκ νέου τα «κλεισμένα λόγια που έμειναν μέσ’ στους φλοιούς των ελπίδων, στους βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας -τα κλεισμένα λόγια που πικράνανε τ’ ομοίωμά τους κι έγιναν Υπερηφάνειες».
Κάπως έτσι έζησε και ο ίδιος, με μια περηφάνια που πήγαζε από τη δική του αρχή ζωής, που είχε ως βασικά υλικά τη δύναμη του φωτός και την ανοιχτοσύνη της θάλασσας.
Με καταγωγή από την πατρίδα του Αλκαίου και της Σαπφώς, ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά του επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά, ιδιοκτητών μιας επιχείρησης γνωστής για τα εμβληματικά σαπούνια Μασσαλίας με σήμα την άγκυρα, που εξακολουθούν να κυκλοφορούν.
Το Ηράκλειο, όμως, όπου είχε ουσιαστικά την έδρα των επιχειρήσεών της η βενιζελικών πεποιθήσεων οικογένεια δεν βοηθάει ώστε να μπορέσουν να λάβουν τα πάντοτε φιλομαθή τέκνα την απαραίτητη εκπαίδευση κι έτσι το 1914 μετακομίζουν όλοι μαζί στην Αθήνα, όπου ο μικρός Οδυσσέας Αλεπουδέλης ξεκινάει τη φοίτησή του στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή, έχοντας ως δασκάλους τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Θ. Κακριδή. Διαβάζει ασταμάτητα ό,τι πέσει στα χέρια του και ξοδεύει όλο του το χαρτζιλίκι σε λογοτεχνικά περιοδικά και βιβλία. Τον χειμώνα περνάει αμέτρητες ώρες στο νεοκλασικό όπου εξελίσσονται σκηνές που φέρνουν εύλογα στον νου εικόνες από τον «Τρελαντώνη» της Πηνελόπης Δέλτα, ενώ το καλοκαίρι επισκέπτεται μαζί με την οικογένεια τα γειτονικά νησιά.
Ο έρωτας δεν είναι μόνο ανέφικτος και πένθιμος, όπως στο «Μονόγραμμα», οργιαστικός όπως στους «Προσανατολισμούς», ελεύθερος όπως στα «Ρω του Έρωτα», αλλά έφτανε να διαποτίσει όλες τις εκφάνσεις του βίου και να γίνει ένα μικρό μπουμπούκι απ’ όπου ανθίζει ολάκερη η ύπαρξη, ένα βλαστάρι που παραμένει ζωντανό μέχρι τέλους.
Εκείνα τα καλοκαίρια, στις λατρεμένες του Σπέτσες αρχίζει να παρατηρεί τις απτές λεπτομέρειες που θα αποτελέσουν τα πρώτα υλικά του απέραντου ποιητικού του σύμπαντος: την πορεία του ανέμου, την ελευθερία των καραβιών, τη φυσική επιβολή του τιμονιέρη.
«Ο τρόπος που είδε ο Ικτίνος ανάμεσα σε δύο σημεία στον Παρθενώνα είναι η ίδια που είδε ένας τιμονιέρης που κυβερνάει τη βάρκα του στις εναντιώσεις των καιρών, βρίσκοντας την ακριβή γραμμή για να ισορροπήσει» θα πει αργότερα ο ίδιος στην κάμερα του Γιώργου Σγουράκη, εξηγώντας την απλή αισθητική γεωμετρία που τον καθόρισε από τότε, από εκείνες τις παρατηρήσεις του στα καρνάγια. Η μη ευκλείδεια γεωμετρία ή, μάλλον, η δική του αρχιτεκτονική των αισθήσεων μαρτυρά μια εξέγερση πιο σωματική και μάλλον πιο υπόγεια, που διακηρύσσει τη δύναμη της ελευθερίας.
Παρότι περνάει, ύστερα από πίεση των γονιών του, με επιτυχία στο Χημικό, δεν είναι από τους μαθητές που κοκορεύονται για τα αριστεία τους. Ήδη από το γυμνάσιο πιο σημαντικός από τους βαθμούς του σχολείου είναι για εκείνον ο διάλογος με τον ιδανικό του αναγνώστη, έτσι έπαιρνε ενεργά μέρος σε διάφορους ποιητικούς διαγωνισμούς και δημοσίευε μικρά κείμενα στο περιοδικό Η διάπλασις των παίδων. Το περιπαικτικό σθένος του νεαρού ποιητή απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή επιβολής ή κατεύθυνσης φαινόταν από τότε και σύντομα βρήκε τη δική του εκφραστική άκρη στα ειρωνικά ποιήματα του Πολ Ελιάρ που διάβαζε και μετέφραζε με μανία, ακόμα και στην ειρωνεία του δικού μας Κ.Π. Καβάφη.
Παρότι οι περισσότεροι μελετητές θέλουν την ποίηση του Ελύτη να βρίσκεται στον αντίποδα του Καβάφη και κοντά σ’ εκείνην του Σολωμού, ο ίδιος δεν αρνήθηκε ποτέ την επιρροή του σπουδαίου Αλεξανδρινού, ειδικά όσον αφορά το δηκτικό του σθένος. Ωστόσο πρόκειται για μια ειρωνεία όχι ειδολογική αλλά οντολογική, που απορρέει από τη διαπίστωση ότι το μεγαλείο της ύπαρξης κρύβεται στην ελάχιστη λεπτομέρεια και όχι στην ιδέα. Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας έχει πολλά να δείξει για τη δική μας στάση ζωής, βγαλμένη από την καθημερινότητα που φτάνει να γίνει δοξαστική και να μεταμορφωθεί σε ποίηση.
«Η ποιητική ματιά κατοχυρώνει την παρουσία ενός κόσμου διαφορετικού. Του γνωστού κόσμου που καταλύει τη μοναξιά των στοιχείων, ειρηνεύει τους εχθρικούς πληθυσμούς, υψώνει τις σημαίες στο ύψος της μίας και μόνης σημαίας όλων των ανθρώπων» γράφει ο ίδιος στα Ανοιχτά Χαρτιά, τα αυτοβιογραφικά κείμενα που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος, όπως και όλο το έργο του Ελύτη.
Κάπως έτσι μας θέλει να είμαστε όλοι με έναν νέο τρόπο, πιο συμπαντικό, και να ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο, αρκεί να αλλάξουμε απλώς το βλέμμα. Σεμνοί και περήφανοι μαζί. Αγέρωχοι και γοητευτικά αυθάδεις, όπως εκείνα τα ανώνυμα κορίτσια που του άρεσε να παρατηρεί καθώς λοξοδρομούσαν, οι ανώνυμες εκδοχές της Μαρίας Νεφέλης, τις οποίες κατέγραφε μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο ως καθημερινές του μούσες.
Ο τελευταίος ήταν αυτός που τον έβαλε στη διαρκή αναζήτηση του έρωτα και της ελευθερίας, που έφτασαν να απεικονίζονται ως ένα ατελεύτητο πεδίο αθωότητας και έγιναν το σήμα κατατεθέν τους.
Η γνωριμία με τον κατεξοχήν ποιητή του υπερρεαλισμού το 1935, όπως και εκείνη με τον Γιώργο Σεφέρη, θα σταθεί καταλυτική για τον Ελύτη. Θα γράψει, μάλιστα, γι’ αυτόν ότι είναι ένας «μεγάλος, αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα· το έργο του, κάθε καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα», το μόνο ίσως που μπορεί να κρατήσει μακριά τα σύννεφα ενός επικείμενου πολέμου.
Όσο για το αθλητικό μέρος, αυτό δεν είναι μόνο συμβολικό και δεν αφορά αποκλειστικά τον Εμπειρικό. Μάλλον πηγάζει από την άγνωστη, πλην όμως επιμελή ενασχόληση του νεαρού Οδυσσέα με τον αθλητισμό, η οποία τον έκανε να είναι από τους πρώτους πιστούς οπαδούς της ορειβασίας στην Ελλάδα.
Αυτός ήταν ενδεχομένως ο δικός του τρόπος να αντιμετωπίσει το πένθος: το 1918 έχασε την αδελφή του Μυρσίνη από την επιδημία της ισπανικής γρίπης και το 1925 τον πατέρα του. Δύο χρόνια αργότερα θα αρρώσταινε και ο ίδιος σοβαρά από μια σπάνια αδενοπάθεια που θα τον απέτρεπε από τη σωματική άσκηση – τότε ήταν που πρόβαλε ως σανίδα σωτηρίας η λογοτεχνία. Μαζί και η ανάγκη και η φιλοδοξία να αναζητήσει τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών, γράφοντας, δημοσιεύοντας, κάνοντας την ποίηση άμεση προτεραιότητά του.
«Αν υπάρχει, συλλογίζομαι, για τον καθένα μας ένας διαφορετικός, προσωπικός παράδεισος, ανεπανόρθωτα ο δικός μου θα πρέπει να είναι σπαρμένος με δέντρα λέξεων που τα ασημώνει ο άνεμος, καθώς λεύκες, από ανθρώπους που βλέπουν να επαναστρέφει επάνω τους το δίκιο που τους είχε αφαιρεθεί, από πουλιά που ακόμα μέσα στην αλήθεια του θανάτου επιμένουν να κελαηδούν ελληνικά και να λένε “έρωτας”, έρωτας, έρωτας».
Η ερωτική μαγεία ήταν τρόπος και στόχος ζωής, η ποίηση η άμεση έκφρασή του. Αποκτούσε όλες τις δυνατές μορφές: έτσι ο έρωτας δεν είναι μόνο ανέφικτος και πένθιμος όπως στο «Μονόγραμμα», οργιαστικός όπως στους «Προσανατολισμούς», ελεύθερος όπως στα «Ρω του Έρωτα» αλλά έφτανε να διαποτίσει όλες τις εκφάνσεις του βίου και να γίνει ένα μικρό μπουμπούκι απ’ όπου ανθίζει ολάκερη η ύπαρξη, ένα βλαστάρι που παραμένει ζωντανό μέχρι τέλους.
Απόδειξη όχι μόνο η ποίηση αλλά και ο ίδιος, που την ενσαρκώνει στο απόλυτο: ερωτεύτηκε παράφορα τη Μαρία, τη χώρα του την Ελλάδα, την Ιουλίτα. Κάπως έτσι εξηγείται και το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο που ξεκινάει από το Ελ, που αντιστοιχούσε, όπως έλεγε ο ίδιος, σε αγαπημένες του λέξεις (Ελλάδα, ελευθερία και Ελένη) και καταλήγει στο αρχαιοπρεπές -της. Με αυτό το όνομα ο Ελύτης θα διαμορφώσει το όραμα για έναν άλλο κόσμο, πιο ελπιδοφόρο, που θα κάνει ένα «άλμα πέρα από τη φθορά», αλλά θα γνωρίζει καλά την άλλη όψη, αυτή του τραγικού και του πένθους.
Η κατάφαση στον Ελύτη μοιάζει, άλλωστε, να είναι μια στάση σχεδόν ηθική, έχει ως αφορμές τη Σαπφώ και τον Ηράκλειτο και τοποθετείται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο από αυτό του πικρόχολου πεσιμισμού της εποχής του. Η διαφορά αυτή αναδεικνύεται υπέροχα στον πλατωνικό «Φαίδρο», που γίνεται προσωπικός του οδοδείκτης, αλλά και στις απλές αχτίδες φωτός που συνυπάρχουν στην ίδια πάντα αναλογία με το ηρωικό σθένος στον Σολωμό.
Ως εκ τούτου, το φως που κυριαρχεί παντού δεν είναι παρά η αναγκαστική απάντηση στον θάνατο. Είναι η δική του μορφή αντίστασης, ο δικός του τρόπος να Είναι: «Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου με επέστρεψε στον ήλιο / Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος».
Ο Οδυσσέας Ελύτης θα ζήσει όλες τις ζοφερές εικόνες του πολέμου και αυτές θα τον ακολουθούν και θα τον στοιχειώνουν ακόμα και όταν θα αναχωρήσει για το Παρίσι, το κέντρο του λόγου και των τεχνών, στο ξέσπασμα του δικού μας Εμφυλίου. Στην πόλη του φωτός θα γνωρίσει τον Καμί, θα κάνει στενή παρέα με τον Ζουάν Μιρό, τον Τριστάν Τζάρα αλλά και τον Πάμπλο Πικάσο, στον οποίον θα αφιερώσει το κείμενο «Ωδή στον Πικάσο». Ο ελληνικός του οίστρος θα μετατραπεί έτσι σε έναν ζείδωρο κοσμοπολιτισμό και ο ίδιος θα γίνει δανδής, θα αποκτήσει αίφνης μια πιο αισθαντική αντίληψη των πραγμάτων και θα αρχίσει να αμφιβάλει για τα μέχρι τότε κείμενά του.
Ταξιδεύει στην Ισπανία, καταγράφει επιρροές, ερωτεύεται. Είναι η περίοδος της προσωπικής εμπειρίας αλλά και της πεποίθησης ότι ο ελληνικός του κόσμος, που φτιάχτηκε από τα υλικά της δικής του μυσταγωγίας, των παγανιστικών αρχαίων μυστηρίων και της Ορθοδοξίας, μπορεί να γίνει οδοδείκτης για μια νέα μορφή ποίησης πέρα από τα σύνορα.
Πρώτο υλικό όμως, όπως πάντα, έχει το βίωμα: είναι γνωστό ότι ο Ελύτης είχε καταταγεί ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου του Α’ Σώματος Στρατού και τον άγριο, παγωμένο Δεκέμβρη του ’40 είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή. Η δική του δαντική κόλαση ήταν, επομένως, φτιαγμένη με αυτούς τους νεκρούς αλλά και τους συμπολεμιστές του, που ήταν γεμάτοι με τραύματα, εκτεθειμένοι στις αρρώστιες και στις ψείρες – περιγραφές που πλαισιώνουν την υψηλή ποίηση του «Άξιον Εστί» και έχουν μείνει στη συνείδηση όλων (ειδικά μέσα από τη μελοποιημένη εκδοχή και την αφήγηση του Μάνου Κατράκη).
«Άξιον Εστί – Η Μεγάλη Έξοδος» – Μάνος Κατράκης
Το «Άξιον Εστί», το κατεξοχήν αριστούργημά του, είναι μια μεγάλη προσευχή, φτιαγμένη τη μέρα της σταύρωσης, μια ποιητική δέηση για τη χώρα του, ένας επίγειος μεταφυσικός ύμνος. Είναι φτιαγμένο από τις διάσπαρτες εικόνες που γεννήθηκαν μέσα από την εμπειρία του στον πόλεμο και τον στοίχειωναν για χρόνια.
Όπως θα γράψει ο ίδιος: «Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατέτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά, αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου». Ήταν τότε που τον πορφύρωσαν τα αίματα της αγάπης και τον σκίασαν χαρές ανίδωτες σε αυτήν τη μοναδική, δική του Αποκάλυψη, όπου ανέλαβε τον ρόλο του ποιητή-προφήτη. Παράδεισος, γη, κόλαση, το ένα πλάι στο άλλο. Ένα ατέρμονο πεδίο άντλησης μεταφορών, ένα θέατρο όπου ο Ελύτης έστησε την πιο όμορφη παράσταση σε μικρή κλίμακα και με μόνιμο πρωταγωνιστή την Ελλάδα.
Εκεί αποτυπώθηκε ιδανικά και η πρωτότυπη γλώσσα του μέσα από λέξεις που έμοιαζαν αφημένες στον αέρα και λουσμένες στο φως. Χωρίς να διατυμπανίζουν τίποτα, γίνονταν καθολικές, άθελά τους – μεταφυσικές μέσα στη ρεαλιστική τους αυτοτέλεια. «Ποίηση», όπως έλεγε και ένας αφοσιωμένος μελετητής του ποιητή σαν τον Ευγένιο Αρανίτση, «για τον Ελύτη είναι το πέραν της θέασης, η δόνηση μιας απόλυτα αρμονικής στιγμής στην απειροελάχιστη διάρκεια της οποίας ο κήπος καθρεφτίζεται μέσα μας».
Όντως, έτσι είναι. Σάμπως αυτοί οι αόρατοι θεοί της ποίησης να τον εξουσιοδότησαν από μόνοι τους να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ το 1979 «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα», όπως έγραφε στο σκεπτικό της η Σουηδική Ακαδημία.
Και είναι αυτός ακριβώς ο αγώνας που τον κράτησε ζωντανό και όρθιο μέχρι τέλους. Σε μια συνομιλία με τον καλό του φίλο Μάνο Χατζιδάκι, την οποία μετέφερε ο γιος του Μάνου, ο Ελύτης, σε μια στιγμή απελπισίας, του απηύθυνε το κρίσιμο ερώτημα, «Γιατί τα κάναμε όλα αυτά; Τι νόημα έχει που δουλέψαμε;», για να λάβει την απάντηση: «Οδυσσέα, μην ανησυχείς, για εμάς και τους φίλους μας τα κάναμε. Άλλωστε, η Ελλάδα υπάρχει μόνο στα όνειρά μας».
Ακόμα κι έτσι, ακόμα και αν αμφότεροι έφτιαξαν μια Ελλάδα όπου όλοι ζούμε μονάχα στα όνειρά μας, όπου επικρατούν οι εύπλαστες δυνάμεις του αισθήματος και η απέραντη απλότητα, το παιχνίδι έχει κερδηθεί. Αυτός είναι ο ελυτικός μας πλούτος, η απάντηση στον ζόφο και στο τίποτα: «Μ’ ένα τίποτα έζησα / Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε /Σ’ ενός περάσματος αέρα / ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ’ αυτιά μου». Αυτό το τίποτα είναι πραγματικά το παν.